- παραπήγνυμι
- και παραπηγνύω ΜΑπροσθέτω κάτι ως υποσημείωσηαρχ.1. μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο (α. «παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῡ νεκροῡ», Ηρόδ.β. «παρὰ δ' ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν», Ομ. Ιλ.)2. μτφ. εμφυτεύω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («αἱ λῡπαι ταῑς ἡδοναῑς παραπεπήγασι», Ισοκρ.)3. (σχετικά με φυτό) εγκεντρίζω, ενοφθαλμίζω («τὰ πολυκαρπότερα τῶν φυτῶν ἐκλεγόμενοι παραπηγνύουσιν», Πλούτ.)4. ορίζω νόμο5. μέσ. παραπήγνυμαι και παραπηγνύομαια) μπήγω πασσάλους για υποστήριξη φυτών και ιδίως τής αμπέλουβ) αναγράφω σε πινακίδα («τὰ τοῡ κόσμου παθήματα παραπήξασθαι πρὸς τὸν αἰῶνα», Πλάτ.)6. παθ. απολιθώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πήγνυμι «καρφώνω, παγώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.